CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

C2 - Μέρος 1ο

Μη με ρωτήσεις γιατί σου τα λέω όλα αυτά. Σου είπα ότι δεν είναι ξέσπασμα. Συντετριμμένος από την ξαφνική απώλεια της μητέρας μου και από τους ανηλεείς πόνους της πλάτης μου, αποφάσισα ότι έπρεπε να πάρω μια δραστική απόφαση στη ζωή μου. Τι κι αν δεν το είχα κάνει ποτέ μέχρι τα πενηνταδύο μου χρόνια; Ποτέ δεν είναι αργά. Ακόμα, όμως, κι αν είναι δε μου έμενε άλλη επιλογή.

Σκέφτηκα να μπαρκάρω σε ένα καράβι για την άλλη μεριά της γης. Βασάνισα πολύ το μυαλό μου προκειμένου να αποφασίσω σε ποιο μέρος θα πήγαινα αλλά πάντοτε κατέληγα σε στεγνά και απαισιόδοξα συμπεράσματα. Πρώτα απ’ όλα φοβόμουν τη θάλασσα, όχι λιγότερο από τη μοναξιά, όχι περισσότερο απ’ τον έρωτα. Κι αφού είχα ήδη ζήσει τις άλλες δύο διαστροφές αποφάσισα να μην δοκιμάσω και τη θάλασσα. Προσπαθώντας να φιλοσοφήσω την απόφαση μου να μην μπαρκάρω κατέληξα στο ότι δεν είχε νόημα να πάω στην άλλη μεριά της γης, αφού έτσι κι αλλιώς επρόκειτο για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Βλέπεις η γη, όπως και οι άνθρωποι, δεν έχει καλό και κακό κομμάτι. Είναι σαν ένα τεράστιο υφαντό φτιαγμένο από μετάξι ανακατεμένο με κλωστή. Σοφά ποιημένος ο κόσμος μας δε σου επιτρέπει ποτέ να νιώσεις την απόλυτη καλοσύνη ή την απόλυτη κακία. Σ’ αφήνει μόνο να ακροβατείς, να ακροβατείς μέχρι να πέσεις ή να φτάσεις στο τέλος, μόνο που κανείς από όσους έφτασαν στο τέλος δε μπόρεσε ποτέ να γυρίσει πίσω για να μας πει πώς είναι.

Κάνοντας παρόμοιες ή και πιο ανούσιες σκέψεις γι αυτό που σημαίνει ο θάνατος κι η ζωή θυμήθηκα και πάλι τη μητέρα μου. Και τότε σε μιαν έκρηξη μπρίου και φαντασίας αποφάσισα να ξετυλίξω το κουβάρι ενός μυστηρίου που με ακολουθούσε σε όλη μου τη ζωή: το βουνό Νίγκρις. Ναι, όλα έμοιαζαν ξάφνου τόσο απλά στο κεφάλι μου. Θα άλλαζα παραστάσεις, θα έβρισκα νέα ενδιαφέροντα μακριά από τη σαπίλα των ανθρώπων, θα διατηρούσα τη μνήμη της μητέρας μου, θα ζούσα το μύθο που έζησε κι εκείνη, θα… Στάσου! Κι αν δεν υπήρξε ποτέ, κανένας μύθος; Κι αν όλα αυτά ήταν ένα αποκύημα της παιδικής μου φαντασίας;

Έμεινα να κοιτάζομαι μπροστά στον καθρέφτη απέναντι απ’ την ξεφτισμένη πορτοκαλί μπερζέρα του καθιστικού. Έπιασα το πρόσωπό μου κι ενώ σκεφτόμουν ότι ήθελα ξύρισμα, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι πράγματι κάτι ξεχωριστό υπήρχε σ’ εκείνο το βουνό, κάτι που έκανε την καρδιά της μητέρας μου να πετάει στη όψη της ξερής πλαγιά του, κάτι που έκανε τα μάτια της να λάμπουν στη θέα του καμένου πευκοδάσους. Απ’ την άλλη όμως γιατί ποτέ κανείς δεν έδειξε ενδιαφέρον για το Νίγκρις; Οι διανοούμενοι του περιβάλλοντός μου δεν επέδειξαν ποτέ λογοτεχνικό ενδιαφέρον για αυτό το βουνό, ποτέ οι ζωγράφοι δεν το απεικόνισαν σε κάποια σύνθεσή τους, ποτέ δεν απασχόλησε τους φιλοσόφους, ποτέ… «Ω, σκάσε πια!», άκουσα μια φωνή από βαθιά μέσα μου. Έβαλα τη ρόμπα μου και ξεκίνησα να πάρω τα σύνεργα που θα χρειάζονταν για το πρώτο ταξίδι μου. Το πρώτο ταξίδι μου μακριά απ’ τον κόσμο κι ίσως αν ήμουν τυχερός μακριά απ’ τον εαυτό μου…